- ἄκακος
- ἄκακος, ον innocent, guileless (so Aeschyl. et al.; Polyb., Diod S, Plut., LXX; Philo, Spec. Leg. 3, 119; Just., D. 72, 2f; Mel., P. 63, 454 [both Jer. 11:19]) 1 Cl 14:4 (Pr 2:21); Hs 9, 30, 2. ἄκακον γίνεσθαι m 2:1. τὰς καρδίας τῶν ἀ. ἐξαπατᾶν deceive the hearts of the unsuspecting Ro 16:18; (w. μακρόθυμος, ἐλεήμων et al.) D 3:8; Dg 9:2; (w. ἁπλοῦς [Diod S 13, 76, 2 ἄ. καὶ τὴν ψυχὴν ἁπλοῦς; cp. Philo on ἀκακία], μακάριος) Hs 9, 24, 2; (w. καθαρό, ἀμίαντο) m 2:7; cp. 9, 30, 3; of Christ (w. ὅσιος, ἀμίαντος) Hb 7:26.—DELG s.v. κακός. M-M. TW. Spicq.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.